απότρυγα

απότρυγα
επίρρ.
μετά τον τρύγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποτρυγώ — ησα 1. τρυγώ, μαζεύω τα σταφύλια ή παίρνω το μέλι: Ο κόσμος στο χωριό είχε αρχίσει να αποτρυγά. 2. τελειώνω τον τρύγο: Είχαν αποτρυγήσει τα μελίσσια, όταν ήρθε ο αδερφός τους να τους βοηθήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτρυγᾶν — ἀποτρυγάω pluck grapes pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποτρυγάω pluck grapes pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποτρυγάω pluck grapes pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποτρυγᾶ̱ν , ἀποτρυγάω pluck grapes pres inf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”